Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Rupert Chawner Brooke (3 August 1887 – 23 April 1915), a tribute





Ρούπερτ Μπρουκ (1887 – 1915), αφιέρωμα στον ποιητή

Ὑπάρχουν τρία πράγματα στὸν κόσμο: τὸ ἕνα νὰ διαβάζεις ποίηση, τὸ ἄλλο νὰ γράφεις ποίηση, μὰ ἀπ’ ὅλα τὸ πιὸ καλὸ νὰ ζεῖς τὴν ποίηση.
Απάντηση του Μπρουκ σε συμφοιτητή του το 1907 στο Κέμπριτζ σε μια έντονη φιλολογική συζήτηση


...κι ἐμεῖς ποὺ σὲ ἀγαπήσαμε
τραβούμε κατά τὴν ἀνατολή, στό σπίτι, μόνοι μὲ τὴ θύμηση…
Μέρα ποὺ ἀγάπησα,
ἐδῶ εἶναι ἡ Νύχτα.
Από το ποίημα «Ἡμέρα ποὺ ἀγάπησα»

Προλεγόμενα
Συμπληρώθηκαν φέτος 100 χρόνια από τη στιγμή που εκείνοι οι αγγέλοι, που φτερουγίζουν «μες του Αιγαίου τα νερά», κλήθηκαν και παρέλαβαν το πνεύμα τού ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ. Το σώμα είχε ισάξια τύχη. Το παρέλαβαν φίλοι για να το εναποθέσουν στο φιλόξενο χώμα ενός ελαιώνα τής Σκύρου. Εκεί λοιπόν κείτεται ακριβώς έναν ολόκληρο αιώνα τώρα ο ποιητής.
Στα αφιερώματα και στις κυκλοφορίες ποιημάτων του Μπρουκ στα ελληνικά, μην περιμένετε να διαβάσετε την λέξη ομοφυλοφιλία. Εξαίρεση αποτελεί η δημοσίευση στα ελληνικά στο τεύχος 110 της Οδού Πανός (Οκτώβριος 2000), ενός αποσπάσματος από το βιβλίο του Nigel Jones Rupert Brooke, Η Ζωή, ο Θάνατος και ο Μύθος του, σε επιμέλεια και μετάφραση Μαρία Προγουλάκη, (αναδημοσίευση από την The Sunday Times, 19 Sept. 1999).
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος: Μα αυτό τώρα είναι το θέμα μας; Του απαντάμε: Όχι. Όμως ένα αφιέρωμα ή ένα προλόγισμα σε μια έκδοση επιλογής ποιημάτων του Μπρουκ, αν θέλει να είναι ειλικρινές αλλά και ακραιφνές, οφείλει αναφορά -γιατί όχι και ανάλυση- στην αιτία που φαίνεται να απασχόλησε τον Μπρουκ σε όλη του τη ζωή, και δεν μπορεί παρά να στάθηκε μια χρόνια, βαθιά και ρέουσα πληγή, αλλά και πηγή.
Ο Μπρουκ πίστευε πως η ποίηση κρατάει τους ανθρώπους νέους, και ίσως να είχε δίκιο. Τούτος ο «νεαρός Απόλλωνας με χρυσά μαλλιά», όπως τον αποκάλεσε ο Κόρνφορντ, θα αναχωρήσει νωρίς για την χώρα των Κιμμερίων  (Κιμμερίων ἀνδρῶν δῆμός), όπως την αναφέρει ο Όμηρος στην Οδύσσεια. Με όλο λοιπόν το σεβασμό αλλά και τα κατάλληλα εφόδια προχωράμε σε ένα -όσο το δυνατόν- ολοκληρωμένο αφιέρωμα σε τούτον τον ποιητή



Γνωρίζοντας τον ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ
Ο Ρούπερτ Μπρουκ (πλήρες όνομα: Rupert Chawner Brooke), γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου του 1887 στο Ράγκμπυ (Rugby) της Κομητείας του Γουέργουικ της Αγγλίας. Ο πατέρας του Ουΐλλιαμ Πάρκερ Μπρουκ (William Parker Brooke) που ήταν γυμνασιάρχης του εκεί σχολείου Field Rugby Public School, και η Ρούθ Μαίρη Κότερι (Cotterill) φρόντισαν να περάσει ο γιος τους ευχάριστα και ήρεμα παιδικά χρόνια. Ο Μπρούκ είχε άλλους δυο αδελφούς, των κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό του Ρίτσαρντ που πέθανε από πνευμονία το 1907, και τον μικρότερο Ρούμπερτ, Λιτλ Γουίλλιαμ Άλφρεντ Κόττεριλλ που σκοτώθηκε στον πόλεμο στις 14 Ιουνίου 2015, 2 μήνες μετά τον τραγικό θάνατο του Ρούμπερτ. Καθώς μεγάλωνε ο Μπρουκ εξελίχτηκε σε έναν ψηλό, όμορφο, έξυπνο, μελετηρό, αθλητικό νέο, εφοδιασμένο με έναν αφοπλιστικό χαρακτήρα. Οι θαυμαστές και από τα δυο φύλλα δεν θα αργήσουν να τον πολιορκήσουν.
Από παιδί ο Μπρουκ θα εκδηλώσει την καλλιτεχνική του φύση γράφοντας στίχους που του απέφεραν μάλιστα και δυο σχολικά βραβεία, αλλά και διαβάζοντας τους Άγγλους κλασικούς.
Ο Μπρουκ γράφτηκε στο Hillbrow Preparatory School αλλά ο πατέρας του φρόντισε έτσι ώστε από το 1901 να τον πάρει στο δικό του σχολείο. Το 1906 έγινε δεκτός στο King's College του Κέιμπριτζ ενδιαφερόμενος για τις κλασσικές σπουδές τις οποίες αργότερα θα εγκαταλείψει για την Αγγλική φιλολογία. Εδώ, στο κολέγιο, συναναστράφηκε με νέους φορτωμένους ελπίδες και όνειρα, εντάχτηκε δυναμικά και έγινε μέλος της νέας κοινότητας του κολεγίου. Δραστηριότητες όπως η ηθοποιία και η ανάληψη της προεδρίας στο παράρτημα της σοσιαλιστικής «Φαβιανής Εταιρείας» (Cambridge University Fabian Society) του κολεγίου, ήταν κάποιες από τις πολλές δραστηριότητές του.
Ο κύκλος των φίλων και γνωστών γρήγορα θα ανοίξει και θα περιλάβει ονόματα όπως αυτό του Ε.Μ. Φόρστερ, του Μέηναρντ Κέηνς, της Βανέσσα Μπέλλ και της Βιρτζίνιας Γούλφ. Ακόμα θα έχει την τύχη να συμμετέχει στην καλλιτεχνική «Ομάδα του Μπλούσμπερι». Η όμορφη παρουσία του θα του δημιουργήσει συχνά «προβλήματα» αφού δεν άφηνε ασυγκίνητους άνδρες και γυναίκες. Μάλιστα ο σπουδαίος Ιρλανδός ποιητής Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς δεν θα διστάζει να τον χαρακτηρίσει ως «τον ομορφότερο νεαρό άνδρα της Αγγλίας».
Σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του Μπρουκ υπάρχει προβληματισμός, αφού ο ποιητής έμοιαζε μπερδεμένος σχετικά με την φυλετική του ταυτότητα. Ο ίδιος, ισχυριζόταν και έχει γράψει, ότι «από τη φύση του κατά το ένα τέταρτο ήταν ομοφυλόφιλος και κατά το ήμισυ ετερόφυλος». Η ενασχόλησή του ως έφηβος με το Rugby, τούτο το αγγλικό ποδόσφαιρο -το περίφημο όσο και βίαιο ράγκμπυ- ένα άθλημα που φημιζόταν για την ομοφυλοφιλική ατμόσφαιρά του, και που η μικρή γενέθλια πόλη του γέννησε και του έδωσε το όνομά της, δεν θα αφήσει άτρωτο τον έφηβο Brooke.
Το σίγουρο είναι ότι οι ομοφυλοφιλικές του τάσεις συνεχίστηκαν και εντάθηκαν στην αντρική κοινότητα του Βασιλικού Κολέγιου. Το σίγουρο, επίσης, είναι ότι εκεί συνδέθηκε στενά με τον φίλο του James Strachey, για τον οποίο έτρεφε μια ακατανίκητη έλξη και πάθος, ένα πάθος που όπως φαίνεται δεν έσβησε ποτέ αν και ο Strachey ακολούθησε διαφορετική πορεία, συνάπτοντας σχέση με τον αρκετά μεγαλύτερό του Browning. Μεταξύ της ομοφυλοφιλικής ομήγυρης του Καίμπρητζ, που συγκλονίστηκαν από την ομορφιά του, ο Μπρουκ θα γίνει το μήλο της έριδας. Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον διάσημο ιστορικό Oscar Browning, με τον οποίο ο Μπρουκ θα αρνηθεί οποιαδήποτε σχέση. Ούτως ή άλλως ο Μπρουκ υπήρξε το αντικείμενο του πόθου -κρυφού ή φανερού- πολλών αντρών του Κέμπριτζ.
Από τους βιογράφους του αναφέρεται ότι ήταν λογοδοσμένος με την Νόελ Ολίβιερ που ήταν συνεργάτιδα της Fabian Societ, αν και το όλο θέμα μαζί της φαίνεται να μην προχώρησε για μια συνομίληκή του, την Κάθρην Κοξ, με την οποία χώρισε οριστικά το 1912. Γεγονός είναι ότι μπερδεμένος με τη σεξουαλική του ταυτότητα, και ζώντας στο πουριτανικό περιβάλλον των αρχών του αιώνα στο Λονδίνο, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι κάτω από αυτές τις καταστάσεις, ο Μπρουκ, ένιωσε πολύ παράξενα συγκρίνοντας τον εαυτό του με τους ετεροφυλόφιλους φίλους του. Έτσι ήταν πολύ φυσικό η όλη κατάσταση να τον οδηγήσει σε μια αντι-συναισθηματικότητα που θα του προκαλέσει τελικά έναν έντονο νευρικό κλονισμό. Θα προσπαθήσει να αντιπαρέλθει με το να ταξιδεύει συνεχώς σε Αγγλία, Γερμανία αλλά και στις Κάννες, ακολουθώντας τις συμβουλές των γιατρών.
Το 1912, τα πράγματα αλλάζουν στη ζωή του Μπρουκ, όταν γνώρισε τον Έντουαρντ Μαρτς (Edward Marsh), έναν παλιό φοιτητή του King's College που εκείνη την εποχή ήταν πολίτης με λογοτεχνικές τάσεις και διασυνδέσεις. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε με ακρίβεια για τη σχέση που συνέδεε τους δυο άντρες. Γνωρίζουμε όμως πως ο Μαρτς είναι ο άνθρωπος στον οποίο ο Μπρουκ θα του εμπιστευτεί την πνευματική του κληρονομιά. Ο Μαρτς θα κυκλοφορήσει το 1918 τα Άπαντα Ποιητικά του Μπρουκ μαζί με εκτενή βιογραφία του ποιητή.
Μετά από το Κέιμπριτζ, εγκαταστάθηκε στον Γκράντσεστερ. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, μελετά και ολοκληρώνει μια σειρά ποιημάτων που ανήκουν στην συλλογή με τίτλο Ποιήματα. Συλλογή που κυκλοφόρησε το 1911, και που η κριτική θα καλοδεχτεί. Στη συνέχεια θα ταξιδέψει στη Γερμανία όπου θα μάθει και τη γλώσσα.
Την ίδια εποχή ολοκληρώνοντας μια μελέτη του με τίτλο «O John Webster και το Ελισαβετιανό Θέατρο», πέτυχε να πάρει τον τίτλο του Εταίρου στο Κέιμπριτζ. Αυτό στάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για τον Μπρουκ, αφού θα καταφέρει να ενταχθεί σε έναν λογοτεχνικό κύκλο που περιλαμβάνει σπουδαία ονόματα όπως αυτό του Χένρυ Τζέημς, του Γ.Μ. Γητς, του Μπέρναντ Σω, και της Καθλήν Νέσμπιτ.
Θα ακολουθήσουν ταξίδια σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς η Νέα Ζηλανδία και η Πολυνησία. Στην Ταϊτή, θα παραμείνει για ένα διάστημα, ενώ δεν θα σταματήσει να γράφει και να στέλνει ταξιδιωτικά άρθρα σε περιοδικό στην Αγγλία. Θα επιστρέψει στην Αγγλία τον Ιούλιο του 1914.
Ο Πόλεμος που είναι στα πρόθυρα ξεσπά σε μερικές μέρες και ο Μπρουκ θα ενταχθεί στο Πολεμικό Ναυτικό με τον βαθμό του ανθυποπλοιάρχου, συμμετέχοντας στην καταστροφική αποστολή στην Αμβέρσα του Βελγίου, όπου τα συμμαχικά στρατεύματα ηττήθηκαν τον Οκτώβριο του 1914. Παρά τις κακουχίες και την ταλαιπωρία της υγείας του από γρίπη, δεν θα σταματήσει να γράφει, φτάνοντας την ποίησή του σε υψηλά επίπεδα.
Ενταγμένος πάντα στο Πολεμικό Ναυτικό της Αγγλίας στις 27 Φεβρουαρίου του 1915, έπλευσε για τα Δαρδανέλια συμμετέχοντας στο αγγλικό εκστρατευτικό σώμα, που θα επιχειρούσε εναντίον των Τούρκων στην Καλλίπολη, αλλά οι διάταξη των εχθρικών δυνάμεων άλλαξε το πρόγραμμα πλεύσης, έτσι μέχρι τον Μάρτιο του 1915, παρέμειναν στην Αίγυπτο. Θα του δοθεί η ευκαιρία να επισπευτεί τις πυραμίδες και να συνεχίσει την εκπαίδευση μαζί με τους άλλους στρατιώτες. Η υγεία του θα ταλαιπωρηθεί και πάλι καθώς η ηλίαση και η δυσεντερία τον χτυπούν χωρίς έλεος. Συνεχίζει να γράφει ασταμάτητα ποίηση και θα αρνηθεί την πρόταση που του έγινε για υπηρεσία στα μετόπισθεν, μακριά από την πρώτη γραμμή.



 
Ο πρώτος τάφος του Μπρουκ, 1915.

 Ο τάφος του Μπρουκ, όπως είναι σήμερα..

Το τέλος
Πλέοντας για τη Λήμνο θα πάρουν εντολή να επιστρέψουν στη Σύρο. Ένα τσίμπημα από έντομο, -πιθανόν κουνούπι- θα σταθεί μοιραίο για τον Μπρουκ που το απόγευμα της 23 Απριλίου του 1915 θα πεθάνει, από σηψαιμία σε γαλλικό πλωτό νοσοκομείο, όπου τον μετέφεραν που ήταν αγκυροβολημένο στον κόλπο «Τρεις Μπούκες» της Σκύρου. Επειδή η διαταγή ήταν να σαλπάρουν νωρίς την επομένη το πρωί, οι φίλοι του και συμπολεμιστές έθαψαν τον Μπρουκ στην Σκύρο, στον ίσκιο μιας ελιάς, στα νοτιοδυτικά του ήρεμου νησιού, σε έναν πρόχειρο αυτοσχέδιο τάφο, ματαιώνοντας τα σχέδια της μητέρας του για μια μεγαλοπρεπή τελετή στην Αγγλία, αν και στη συνέχεια η ίδια δεν θέλησε να μεταφέρει τα οστά του στην γενέτειρα, σεβόμενη την επιθυμία του γιου της. «Αφήστε τον στο μέρος που μονάχος διάλεξε. Αφήστε να βλέπει για πάντα τον ελληνικό ήλιο», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Αλλά ας αφήσουμε τον φίλο και συνοδοιπόρο του Μπρουκ Denis Browne να μιλήσει για εκείνη την σεμνή τελετή ταφής του ποιητή στον ελαιώνα της Σκύρου:
«Τον θάψαμε το ίδιο βράδυ στον ελαιώνα που ανέφερα πριν –ένα απ’ τα ωραιότερα μέρη αυτής της γης, με ασημοοπράσινες ελιές γύρω του, και μία να κλαίει πάνω από το κεφάλι του: Το χώμα σκεπασμένο μ’ ανθισμένο φασκόμηλο, γκριζογάλαζο και ευωδιαστό πιο πολύ από κάθε άλλο λουλούδι που ξέρω. Το μονοπάτι απ’ τη θάλασσα προς τα πάνω είναι στενό και δύσκολο και βραχώδης, δίπλα στη κοίτη ενός ξεραμένου χειμάρρου. Χρειάστηκε να βάλουμε άντρες με φανάρια κάθε είκοσι μέτρα για να δείχνουν τη διαδρομή. Από τη βάρκα τον μετέφεραν οι υπαξιωματικοί του Λόχου του, επικεφαλής ο λοχίας της διμοιρίας του, κι είχαν μεγάλη δυσκολία ν’ ανεβάσουν το φέρετρο απ’ το στενό μονοπάτι. Το ένα μίλι της διαδρομής πήρε δυο ώρες. Πλησίαζαν έντεκα όταν τους είδα να έρχονται (είχα ανέβει να διαλέξω το μέρος και με τον Creybeg και τον Charles Lister άνοιξα τον τάφο του. Είχαμε κάποιους από τη διμοιρία του να σκάψουν). Πρώτος ερχόταν ένας από τους άντρες του μ’ έναν μεγάλο άσπρο ξύλινο σταυρό με τα’ όνομά του γραμμένο με μαύρα γράμματα, με το τιμητικό απόσπασμα κάτω απ’ τις διαταγές του Patrick [Shaw-Stewart], και μετά, το φέρετρο με τους αξιωματικούς μας πίσω του… Φαντάσου τα όλα αυτά κάτω από ‘να φεγγάρι μεσ’ στα σύννεφα, με τα τρία βουνά γύρω και πίσω μας, κι ολόγυρα παντού εκείνες οι θείες μυρουδιές. Γύρω απ’ τον τάφο του βάλαμε ό,τι άνθη μπορέσαμε να βρούμε και ο Quilter έβαλε ένα στεφάνι ελιάς πάνω στο φέρετρο. Ο Ιερέας είπα πολύ απλά τη νεκρώσιμη ακολουθία και μετά το Επιτάφιο Σάλπισμα η μικρή πομπή με τα φανάρια πήρε μια φορά ακόμη το στενό μονοπάτι κάτω προς τη θάλασσα.
Ο Freyberg, ο Oc, ο Charles κι εγώ μείναμε πίσω και σκεπάσαμε τον τάφο με μεγάλα κομμάτια από άσπρο μάρμαρο που ‘σαν ολόγυρα παντού. Για το σταυρό στο κεφάλι ξέρεις: ήταν ο μεγάλος στην πομπή μπροστά. Πίσω του ο Έλληνας διερμηνέας μας, ένας άνθρωπος που πήρε μαζί του ο Oc, απ’ τη Λήμνο, έγραψε με μολύβι: Ἐθάδε κεῖται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἀνθυπολοχαγός τοῦ Αγγλικοῦ ναυτικοῦ ἀποθανών ὑπέρ τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τῶν Τουρκῶν».
Ήταν πολύ αυθόρμητο και σωστό, δεν νομίζεις; Στα πόδια του ήταν ένας μικρός ξύλινος σταυρός από τη διμοιρία του.
Δεν μπορέσαμε να ξαναδούμε τον τάφο, αφού σαλπάραμε απ’ τη Σκύρο το άλλο πρωί στις έξι.
[…] Γυρνώντας χθες από την Αλεξάνδρεια, περάσαμε απ’ το νησί του Ρούμπερτ το ηλιοβασίλεμα. Το πέλαγος κι ο ουρανός στην ανατολή ήσαν γκρίζα, μεσ’ την ομίχλη· μα αυτό ξεχώριζε στη δύση, μαύρο και πελώριο, μ’ ένα πορφυρό φωτοστέφανο γύρω του. Η θάλασσα κι ο ουρανός είχαν πάρει όλα τα χρώματα για να τον τιμήσουν· κι έδειχνε σαν να ‘πρεπε πάντα το νησί να λάμπει από τη δόξα του που τον θάψαμε εκεί…
Έχω φύγει κι εγώ τώρα όχι τόσο άσχημα ελπίζω. Είμαι πιο τυχερός από τον Ρούπερτ, γιατί έχω πολεμήσει. Μα δεν υπάρχει κανένας να με θάψει όπως τον έθαψα εγώ, έτσι ίσως καλύτερα που ‘φυγε τελικά».
Ο Denis Browne σκοτώθηκε πολεμώντας δυο μέρες αργότερα, στην έφοδο κατά των τούρκικων οχυρωμάτων.
Η πρώτη μεταθανάτια συλλογή με ποιήματα –τα τελευταία- του Μπρουκ δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1915, με τίτλο 1914 & Other Poems. Έτυχε μάλιστα της πολύ καλής ανταπόκρισης του κόσμου κάνοντας διάσιμο τον δημιουργό τους, με έντεκα ανατυπώσεις ως το τέλος της χρονιάς. Τα Άπαντα Ποιητικά του Μπρουκ μαζί με εκτενή βιογραφία του ποιητή κυκλοφορήσαν, όπως προαναφέραμε, το 1918 από τον πνευματικό κληρονόμο του Έντουαρντ Μαρτς.


 

Η «Αιώνια Ποίηση»
Η ιδέα να στηθεί στη Σκύρο ένα μνημείο του Μπρουκ ξεκίνησε το 1929 από το Φιλολογικό Σύλλογο Lanterne Sourde των Βρυξελλών, που κατήρτισε μια Διεθνή Επιτροπή στην οποία συμμετείχαν Έλληνες, Άγγλοι, Γάλλοι, Βέλγοι και οι Αιγύπτιοι. Μέλος της ήταν και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Κεντρικό πρόσωπο και εμψυχωτής της όλης προσπάθειας ήταν ο Βέλγος ποιητής Paul Vanterborght, διευθυντής του Συλλόγου και γενικός γραμματέας της Επιτροπής, αρχικά απέρριψε της ελληνικές προτάσεις να γίνει μνημείο στην Αθήνα, επιμένοντας το μνημείο να στηθεί στην Σκύρο.
Μετά από έρανο λέγετε πως η επιτροπή κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό των 400.000 δραχμών.
Για την ανέγερση του μνημείου είχε προκριθεί η τοποθεσία της Αγίας Τριάδας και η Κοινότητα Σκύρου σε μια πρώτη κίνηση καλής θέλησης δώρισε τον μαρμάρινο ογκόλιθο πάνω στον οποίο θα στήνοντας το άγαλμα. Η εκτέλεση του έργου ανατέθηκε στον γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρο, που φιλοτέχνησε το έργο με μοντέλο τον ωραίο νέο χορευτή Αλέξανδρο Ιόλα.
Το χάλκινο άγαλμα χύθηκε στο χυτήριο Batardy των Βρυξελλών και τον Νοέμβριο του 1930 στην καλλιτεχνική αίθουσα «Κένταυρος» των Βρυξελλών έγινε η επίδειξη του αγάλματος. Το «Ελεύθερο Βήμα» στο φύλλο της 23 Νοεμβρίου 1930 έγραφε:
[…] Εἶναι τό νέον, εὐθύ καί πλῆρες ζωῆς σῶμα τοῦ ἀνώνυμου ποιητοῦ, ποῦ τό διαπερνά ἡ φωνή τῆς ποιήσεως. Τό ἀριστερό χέρι, ἐλαφρῶς τεταμένο, φαίνεται σάν νά δεικνύει –μπροστά εἰς τήν θάλασσαν τήν ὁποία φαντάζεται κανείς ἀντικρύ του- τόν μυστηριώδη δρόμον ποῦ πρέπει νά ἀκολουθήσωμεν…
Ἐπί τοῦ βάθρου ἐκ πεντελικοῦ μαρμάρου –τό ὁποῖον θά στηρίξει ἕνα βάθρον ἀπό μάρμαρον τῆς Σκύρου- ἐτέθη τό ὀρειχάλκινον καί ἐπίχρυσον ἀνάγλυφον τῆς κατατομῆς τοῦ ὡραίου ποιητοῦ. Ἐπάνω εἶναι χαραγμένη ἡ διπλής ἀφιέρωσις:
ΣΤΟΝ ΡΟΥΠΕΡΤ ΜΠΡΟΥΚ
1887-1915
ΣΤΗΝ ΑΘΑΝΑΤΗ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΙ
Έτσι, δεκαέξι χρόνια μετά το πρόωρο και τραγικό τέλος του ποιητή, και συγκεκριμένα στις 5 Απριλίου 1931, έγιναν στη Σκύρο τα αποκαλυπτήρια του μνημείου στην πλατεία που βρίσκεται και σήμερα. Στην τελετή παρέστη και ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο πρεσβευτής της Αγγλίας καθώς και συγγενείς του ποιητή. Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός. Επιπλέον, η πλατεία της Χώρας που βρίσκεται κοντά στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας σημείο όπου στήθηκε το άγαλμα του Μπρουκ, ονομάζεται Πλατεία Ελευθερίας ή Μπρουκ.
Ο μαρμάρινος τάφος του Μπρουκ έγινε μετά την ανακωχή, από τη μητέρα του Μπρουκ. Οι δυο ξύλινοι αρχικοί σταυροί της ταφής μεταφέρθηκαν στην Αγγλία, στο Rugby.



Η ποίηση του Μπρουκ στην Ελλάδα
Η πρώτη επαφή του ελληνικού κοινού με την ποίηση του Μπρουκ ήταν το 1929, όταν στις 30 Δεκεμβρίου κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το πρώτο βιβλίο με ποιήματα του Μπρουκ, σε μετάφραση και πρόλογο του Γλαύκου Αλιθέρση.
Όμως ήταν πολύ φυσικό η μοίρα του Άγγλου ποιητή να μην αφήσει ασυγκίνητους τους Έλληνες λογοτέχνες και ποιητές, που δεν θα ξεχάσουν να μνημονεύουν στα γραπτά τους τον ολιγόχρονο ποιητή.
Ο Γεώργιος Δροσίνης, με κατάνυξη και σεβασμό για τους νεκρούς, γράφει για τα δέντρα στους τάφους των ποιητών: «Σύντροφοι τῶν ποιητῶν πιστοί τά δέντρα: στοῦ Μυσσέ τόν τάφο μιά ἰτιά, στού Ρούπερτ Μπρούκ μιά ἐλιά, στού Βιζυηνοῦ ἕνα πεῦκο. Πονετικότερο τό Πεῦκο: μέ τήν καλοκαιρινή λαύρα, τῆς ρετσίνας οἱ στάλες πέφτουν σά δάκρυα ἀπό τούς ἀπόγυρτους κλῶνους του στήν ἐπιτάφια πλάκα».1
«Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔριξε στά βάθη τῆς καρδιᾶς μου τόν πρῶτο σπόρο γιά τό ἄγνωστο νησί, ἤτον ὀ θάνατος τοῦ Ἄγγλου Ρούπερτ Μπρούκ στά Σκυριανά νερά, κ' ἡ ταφή του σ' ἕνα ἔρημο Σκυριανό ἀκρογιάλι. Κάτι ἐπίμονο μ' ἔκραζε νά πάω ἐκεῖ. Κ' ἕνας ξενιτεμένος φίλος μου [...] μ' ἀποκρίθηκε: “θά πᾶς, μά βέβαια θά πᾶς. Μπορεῖ κανείς ν' ἀντισταθή στήν ἔλξη τῶν ζωντανῶν, ὄχι ὅμως τῶν νεκρῶν”».2
Ο Δροσίνης δεν μένει μόνο στην ποιητική εικόνα που του γεννά ένα παραθαλάσσιο τοπίο με ελιές, ούτε στην εικόνα που είχε σχηματίσει έχοντας στην κατοχή του μια ακουαρέλα που του είχε χαρίσει ο αρχαιολόγος Χέρτλεϋ, ο οποίος είχε περάσει έναν μήνα «κάτω από σκηνή για να φέρει σε τέλος την επιθυμία της μητέρας του Μπρουκ που δε θέλησε να μετακινήση το νεκρό παιδί της από κει που θάφτηκε. Για να δει την εικόνα του τάφου πορεύεται και επισκέπτεται τον ποιητή Μπρουκ στην Σκύρο: «Μέ τά πολλά ἄσπρισε κάτι ἀνάμεσα στά κρεμαστά γαλαζοπράσινα κλωνάρια μιας ἐλιάς: ἤτον τό λαμπερό μάρμαρο τοῦ τάφου».3
Έτσι συλλογιέται πως:
καθώς τό εἶχε ποθήση στά τραγούδια του :
σ' ἕνα νησί τῶν Μύθων...» («Ὁ στρατιώτης ποιητής»).
4
Οι εναρκτήριοι τούτοι στίχοι μεταφρασμένοι από τον Δροσίνη, είναι από ποίημα του Αιμίλιου Βεράρεν. Ο Δροσίνης στέκεται και κοιτάζει τον τάφο του ποιητή: «Ἄς ἀρνηθή λοιπόν κανένας τῆς Μοίρας τά γραμμένα, καθώς τά λέει ὁ λαός. Ἕνα εὐγενικό παλικάρι ἥσυχο κ' ἀμέριμνο, ἕνα γλυκόφωνο τραγουδιστή τόν ἀρπάζει μιά μέρα ὀ σίφουνας τοῦ πολέμου ἀπό τή βορεινή πατρίδα του καί τόν πετά στήν Ἀνατολή, γιά νά πεθάνη μέσα σ' ἕνα καράβι ἀραγμένο ἴσα ἴσα μπροστά σ' ἕνα ποθητό του Νησί των Μύθων».5
Μέσα από ένα γράμμα που του απευθύνει ο Κωστής Παλαμάς από την Αιδηψό, ο Δροσίνης θα επανέλθει στον ποιητή Μπρουκ: «Σέ φανταζόμουνα ὅλο αὐτό τό διάστημα στή Σκῦρο, νά θυμάσαι τό Φιλοκτήτη, νά κάνης σπουδές στόν τάφο τοῦ Μπρούκ».6 Προχωράει στην περιγραφή ενός σκυριανού δωματίου και κάνει λόγο για την ακουαρέλα του τάφου του Ρούπερτ Μπρουκ στη Σκύρο, φιλοτεχνημένη από τον Άγγλο αρχαιολόγο Χέρτλεϋ.7 Η σημαντικότερη όμως αναφορά του ποιητή Δροσίνη είναι αυτή που γίνεται με αφορμή το δωμάτιο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο Δροσίνης αναφερόμενος στις τελευταίες στιγμές του μεγάλου Σκιαθίτη λογοτέχνη λέει: «Σ' ἕνα σανιδένιο τραπεζάκι [...] τά δράματα τοῦ Σαίξπηρ». Ὁ Παπαδιαμάντης ζήτησε ἀπό τήν ἀδελφή του νά τοῦ τά φέρει γιά νά διαβάσει, ἀλλά δέν μπόρεσε. Καί συνεχίζει: «Ἔτσι χωρίς νά τό θέλη, ὁ Παπαδιαμάντης ξεπλήρωνε τό χρέος μας στό Σέλλεϋ καί στό Ρούπερτ Μπρούκ: γιά τή λατρεία καί τῶν δυό πρός τήν ἑλληνική ποίηση. Στήν τσέπη τοῦ Σέλλεϋ, ὅταν τόν ξέβρασε πνιγμένον ἡ θάλασσα, βρήκαν τόν Σοφοκλή, καί στού Μπρούκ τό νεκρικό προσκέφαλο τόν Ἀριστοφάνη».8
Το 1988 το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Σκύρου κυκλοφόρησε έναν δίγλωσσο τόμο με τίτλο, Rupert Brooke, Ένας Άγγλος ποιητής στη Σκύρο. Το βιβλίο περιλαμβάνει μια επιλογή 46 ποιημάτων από το μικρό ποιητικό έργο του Brooke και την περιγραφή, για πρώτη φορά στα ελληνικά, των τελευταίων του ημερών μέχρι τις 23 Απριλίου 1915 που οι σύντροφοί του τον έθαψαν στην γη της Σκύρου. Επιπλέον υπάρχει βιβλιογραφία και βιογραφία για τον Άγγλο ποιητή καθώς και φωτογραφικό υλικό. Τον πρόλογο, τη μετάφραση και τις σημειώσεις υπογράφει ο Κώστας Ιωάννου.
Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκοβόστη το βιβλίο με τίτλο, Rupert Brooke, Τα ποιήματα ο ποιητής και η Σκύρος, με εισαγωγή, μετάφραση και χρονολόγιο των Ηλία Γκρη και Κερασίας Κάραλη. Το βιβλίο περιέχει μια επιλογή από 44 ποιήματα του Μπρουκ στα αγγλικά και ελληνικά.



Χρονολόγιο Ρούπερτ Μπρουκ9
1887. 3 Αυγούστου: Γεννιέται ο Ρούμπερτ Μπρουκ στο Ράγκμπυ της Κομητείας του Γουέργουικ της Αγγλίας, δεύτερο από τα τρία παιδιά του Γουίλιαμ Πάρκερ Μπρουκ, διευθυντή του Σχολείου και της Μαίρης Ρουθ Μπρουκ.
1906. Φοιτά στο Kings College του Κέμπριτζ στις κλασικές επιστήμες. Διαβάζει συστηματικά ποίηση.
1907. Πεθαίνει από πνευμονία ο Ρίτσαρντ Μπρουκ κατά έξι χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του. Ενώ σπουδάζει στο Κέμπριτζ διακηρύσσει την αθεΐα του. Συζητώντας με φίλους για την ουσία της ζωής, ο Μπρουκ θα εξαγγείλει το πιστεύω του: Υπάρχουν τρία πράγματα στον κόσμο: το ένα να διαβάζεις ποίηση, το άλλο να γράφεις ποίηση, μα απ’ όλα το πιο καλό να ζεις την ποίηση.
1908. Γνωρίζεται στο Κέμπριτζ με τον μετέπειτα διάσιμο φιλόσοφο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και συνδέεται μαζί του με φιλία. Μάιος: Γνωριμία με την Κάθρην Κοξ. Εγκαταλείπει τις κλασικές σπουδές και στρέφεται στην Αγγλική φιλολογία. Συνδέεται φιλικά με την Βιρτζίνια Γουλφ.
1909. Πτυχιούχος του Κέμπριτζ ο Μπρουκ εγκαθίσταται στο Γκραντσεστερ, όμορφη πολίχνη δίπλα στο Κέμπριτζ. Σεπτέμβριος: Δημοσιεύει στο περιοδικό The English Review
τέσσερα ποιήματα.
1910. Δεκέμβριος: Ταξιδεύει στο Μόναχο όπου παραμένει τρεις μήνες μαθαίνοντας γερμανικά.
1911. Με πρωτοβουλία του Μπρουκ και τη συμμετοχή άλλων συμφοιτητών ποιητών όπως ο Τσίμπσον, Μόνρο και Ντριντγκουώτερ, κυκλοφορεί ο τόμος Γεωργιανή ποίηση (από το όνομα του Γεωργιανού Κολεγίου του Κέμπριτζ όπου σπούδαζαν) με δικά τους ποιήματα και ψευδώνυμα. Δεκέμβριος: Εκδίδεται η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ποιήματα που έγινε δεκτή με ζωηρό ενδιαφέρον. Ταξιδεύει στις Κάννες όπου συναντά τη μητέρα του που είχε προπορευθεί σ’ αυτό το ταξίδι.
1912. Συναντά στη Βερόνα της Ιταλίας την Κάθρην Κοξ και μαζί ταξιδεύουν στο Μόναχο. Τυπώνει μια μελέτη του για τον ποιητή Τζων Γουέμπστερ. Γράφει το ποίημα «Γκράντσεστερ» όπου υμνεί το ομώνυμο χωριό. Ιούνιος: Επιστρέφει στην Αγγλία όπου αφοσιώνεται στην ποίηση δουλεύοντας παλαιότερα ποιήματά του, αλλά και γράφοντας καινούργια. Φθινόπωρο: Καταρρέει μετά από συναισθηματική κρίση που έχει ως αιτία την σεξουαλική του ταυτότητα και την σύγχυση γύρω από τις επιλογές του στον σεξουαλικό τομέα.
1913. Αποχτά τον τίτλο του Εταίρου στο Kings College με την διατριβή του για το ελισαβετιανό θέατρο. Άνοιξη: Γνωρίζει και ερωτεύεται την ηθοποιό Κάθλην Νεσμπάιτ. Ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη κι αργότερα στη Βοστώνη μέχρι το Σαν Φραντζίσκο για να καταλήξει στον Καναδά. Γράφει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις σε άρθρα για περιοδικό του Λονδίνου. Ταξιδεύει στα νησιά Χαβάη, Σαμόα, Φίντζι και περνά για λίγο από τη Νέα Ζηλανδία.
1914. Ιανουάριος: Αποβιβάζεται στην Ταϊτή όπου και μένει μέχρι τον Απρίλιο. Συνδέεται ερωτικά με την ιθαγενή Τάατα Μάτα. Στις επιστολές που ανταλλάσσει μαζί της μπορεί κανείς να δει τον σπάνιο ψυχικό του κόσμο. Τον Ιούνιο επιστρέφει στην Αγγλία. Αύγουστος: Ξεσπά ο πόλεμος και τον επόμενο μήνα κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Βασιλική Ναυτική Μεραρχία. Την ίδια περίοδο ο νέος ποιητής Τζων Γκίλσμπυ Μάγκυ Τζούνιορ γράφει το «Σονέτο στον Ρούμπερτ Μπρουκ» Οκτώβριος: Κατατάσσεται στη Βασιλική Ναυτική Μοίρα και παίρνει μέρος στην καταστροφική αποστολή στην Αμβέρσα του Βελγίου, όπου τα συμμαχικά στρατεύματα ηττήθηκαν από τους Γερμανούς που κράτησαν την πόλη μέχρι το 1918. Εκεί ο Μπρουκ θα γνωριστεί με Βέλγους στρατιώτες συμπολεμιστές του που ήταν ποιητές, όπως ο Πωλ Βάντερμπορτ, ο Λουδοβίκος Πιερά και ο Αιμίλιος Βεραρέν. Η Βασιλική Ναυτική Μεραρχία επιστρέφει στην Αγγλία και ο Μπρουκ τελειώνει τα Σονέτα του Πολέμου που δημοσιεύονται στο περιοδικό New Numbers.
1915. Η Μεραρχία του Μπρουκ αποπλέει για Δαρδανέλια και το πλοίο του αγκυροβολεί στον κόλπο του Μούδρου. 11 Μαρτίου: Γίνεται ευρύτερα γνωστός όταν το λογοτεχνικό περιοδικό των «Τάιμς» δημοσιεύει δύο από τα πέντε τα Σονέτα του Πολέμου.
18 Μαρτίου: Πλέουν νύχτα μετά από διαταγή για τα Δαρδανέλια, αλλά το πρωί γυρίζουν στη Λήμνο. 24 Μαρτίου: Αναχωρούν για το Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου. Προσβάλλεται από δυσεντερία, ενώ μια πληγή έχει κάνει την εμφάνισή της στο πάνω χείλος του. Πιθανολογείται ότι η αιτία είναι τσίμπημα από κουνούπι. 10 Απριλίου: Αποπλέουν για τη Λήμνο, όπου διαπιστώνουν ότι ο κόλπος του Μούδρου σφύζει από συμμαχικά πλοία. Διατάσσονται να πλεύσουν στη Σκύρο και αγκυροβολούν στον φυσικό όρμο Τρεις Μπούκες, νοτιοδυτικά του νησιού. 20 Απριλίου: Λαμβάνει μέρος στα γυμνάσια που πραγματοποιεί η Μεραρχία του. Σε μια ανάπαυλα ο φίλος του Ντένις Μπράουν οδηγεί τον Μπρουκ μαζί με άλλους φίλους σε μια σύντομη εκδρομή ακριβώς πάνω από τον όρμο, σε μια πλαγιά με ελιές στην όχθη ενός χειμάρρου. 21, 22 Απριλίου. Η κατάσταση της υγείας του Μπρουκ χειροτερεύει. Ανεβάζει πυρετό. Οι γιατροί μιλούν για οξεία δηλητηρίαση του αίματος. 23 Απριλίου: Ο Μπρουκ μεταφέρεται στο Γαλλικό Πλωτό Νοσοκομείο, αλλά πέφτει σε κώμα και στις 4:45’ εκπνέει. Έρχεται επείγουσα διαταγή να αποπλεύσει το πλοίο από την Σκύρο για την Καλλίπολη, την επομένη νωρίς το πρωί. 23 Απριλίου: Ενταφιάζεται αργά τη νύχτα κάτω από το φως του φεγγαριού και των φαναριών που κρατούν οι φίλοι του στην πλαγιά με τις ελιές, σημείο που πριν από τρεις μέρες είχε εκδράμει με τους φίλους του και είχε μαγευτεί από τη φυσική ομορφιά του τοπίου. 26 Απριλίου: Σκοτώνεται ο στενός του φίλος και συνοδοιπόρος Ντένις Μπράουν, πολεμώντας στην Καλλίπολη κατά των Τούρκων. Μάιος: Εκδίδεται η δεύτερη συλλογή του με τίτλο 1914 και άλλα ποιήματα για την οποία γράφτηκαν έντεκα κριτικές. Μέχρι τον Ιούνιο του 1918 οι κριτικές γι’ αυτό το βιβλίο θα φτάσουν τις είκοσι τέσσερεις. 14 Ιουνίου: Σκοτώνεται στον πόλεμο ο μικρότερος αδελφός του Ρούμπερτ, Λιτλ Γουίλλιαμ Άλφρεντ Κόττεριλλ Μπρουκ και θάβεται στο στρατιωτικό νεκροταφείο του Καλαί στη Γαλλία.
1916. Κυκλοφορούν τα άρθρα των ταξιδιωτικών του εντυπώσεων, που έγραφε από την Αμερική και έστελνε σε λονδρέζικο περιοδικό με τίτλο, Γράμματα από την Αμερική.
1918. Ιούλιος: Κυκλοφορούν τα Άπαντα Ποιήματα του Μπρουκ με εκτενή βιογραφία του από τον Έντουαρτ Μαρτς.
1925. Φίλοι του με επικεφαλής τον ποιητή Πωλ Βάντερμπορτ, συλλαμβάνουν την ιδέα για την δημιουργία κίνησης υπέρ του έργου του Μπρουκ. 30 Δεκεμβρίου: Κυκλοφορεί στην Ελλάδα το πρώτο βιβλίο με ποιήματα του Μπρουκ, σε μετάφραση και πρόλογο του Γλαύκου Αλιθέρση.
1929. Δημιουργείται η «Διεθνής Επιτροπή Ρούμπερτ Μπρουκ» στο Κάιρο και τίθεται υπό την επίτιμο προεδρίαν του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Ιούνιος: Έρχεται στην Αθήνα ο Βέλγος ποιητής Πωλ Βάντερμπορτ, Γενικός Γραμματέας της Διεθνούς επιτροπής και αναγγέλλει μέσα από το «Ελεύθερον Βήμα» την ανέγερση μνημείου προς τιμήν του Ρούμπερτ Μπρουκ. Κάνει έκκληση για έρανο αναζητώντας το ποσό των 400.000 δραχμών σε Ελλάδα Ευρώπη και Αίγυπτο. Αντιπροσωπεία της «Διεθνούς Επιτροπής Ρούμπερτ Μπρουκ» αποτελούμενη από τους ζωγράφους Στεφανόπουλο, Αλεξανδρίδου και το γλύπτη Τόμπρο, μεταβαίνουν στη Σκύρο προς αναζήτηση κατάλληλου χώρου για την ανέγερση του Μνημείου. 12 Σεπτεμβρίου: Η Κοινότητα Σκύρου με ψήφισμά της αναγγέλλει την απόφασή της να αναγείρει Μνημείον «πλησίον της πόλεως της Σκύρου». Τα ψήφισμα κοινοποιείται και στην «Διεθνή Επιτροπή Ρούμπερτ Μπρουκ». 26 Οκτωβρίου: Ο Πωλ Βάντερμπορτ απαντά στο ψήφισμα της Κοινότητας και μεταξύ άλλων γνωστοποιεί, ότι ανατέθηκε στον γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρο «η φροντίδα της εκτελέσεως του μνημείου». Αρχές Νοεμβρίου: Ορίζεται ως τοποθεσία του Μνημείου η Αγία Τριάδα στο ανατολικό μέρος του νησιού. 6 Νοεμβρίου: Ο Πρόεδρος της Κοινότητας Σκύρου Σοφοκλής Στεφανίδης γνωστοποιεί στον Πωλ Βάντερμπορτ ότι το μάρμαρο για την βάση του χάλκινου αγάλματος είναι δωρεά της Κοινότητας.
1930. Οκτώβριος: Πεθαίνει η Ρουθ Μαίρη, μητέρα του Μπρουκ. Νοέμβριος: Στην αίθουσα «Κένταυρος» των Βρυξελλών επιδεικνύεται το άγαλμα, αφιερωμένο «Στόν Ρούμπερτ Μπρουκ καί εἰς τήν Αἰώνιαν Ποίησιν».
1931. 5 Απριλίου: Γίνονται τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου στη Σκύρο, παρουσία πλήθος κόσμου και πολλών επισήμων, Ελλήνων και ξένων. Το υπερωκεάνειον «Πατρίς ΙΙ» μεταφέρει στη Σκύρο διανοούμενους και καλλιτέχνες από πολλές χώρες, ενώ το αντιτορπιλικό «Έλλη» τους επισήμους. Ανάμεσά τους τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλο.
1935. Εκδίδεται από την Κοινότητα Σκύρου το Αἱ ἐν Σκύρω ἐορταί τῶν Ἀποκαλυπτηρίων τοῦ Μνημείου τοῦ Ἄγγλου ποιητή Ρούμπερτ Μπρούκ, 5 Ἀπριλίου 1931.
1985. 11 Νοεμβρίου: Εβδομήντα χρόνια μετά το θάνατο του Μπρουκ, αποκαλύπτεται το μνημείο «Γωνιά των ποιητών» στο Γουεστμίνστερν Άμπευ, προς τιμήν δεκάξι νεκρών ποιητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των οποίων και ο Ρόμπερτ Μπρουκ.
2015. 23 Απριλίου: Εκατό χρόνια μετά το θάνατο του Μπρουκ πραγματοποιούνται εκδηλώσεις στη Σκύρο μεταξύ των οποίων οπτικοακουστική έκθεση με τίτλο «Ο Ρούπερτ Μπρουκ στη Σκύρο: Ένας Άγγλος ποιητής σε μια γωνία του Αιγαίου» που συνδιοργανώνουν η Βρετανική Πρεσβεία και ο Δήμος Σκύρου με την υποστήριξη της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας.


«Στόν Ρούμπερτ Μπρουκ καί εἰς τήν Αἰώνιαν Ποίησιν».

Επίλογος
Ο Μπρουκ είχε την αγαθή τύχη να έχει φίλους. Φίλους καλούς που θα πιστέψουν σ’ αυτόν, που θα μιλήσουν γι’ αυτόν, που θα γράψουν γι’ αυτόν δυνατές και εξαιρετικές κριτικές καθιερώνοντάς τον, αν και δεν έλειψαν και οι αυστηρές κριτικές όπως αυτή της Βιρτζίνια Γουλφ, που διακρίνει πουριτανικές τάσεις πίσω από το έργο του.
Ο όμορφος ιδεαλιστής ποιητής είχε μαγέψει με την εικόνα του, αλλά κυρίως, με τον χαρακτήρα του και το έργο του όσους τον γνώριζαν. Η βιογραφία του μαζί με τα Άπαντα Ποιητικά του -94 ποιήματα όλα και όλα- θα κυκλοφορήσει από τον Έντουαρτ Μαρς, το φίλο που ο Μπρουκ είχε ορίσει για πνευματικό του κληρονόμο. Τούτη η βιογραφία είναι που καθιέρωσε στον κόσμο το πορτρέτο του Στρατιώτη-Ποιητή-Ήρωα. Η εικόνα αυτή, όπως και η ποίηση του Μπρουκ θα εκμεταλλευτεί, πολλάκις μάλιστα, από πολιτικούς, στρατιωτικούς, δημοσιογράφους κ.ά. Το πραγματικό όμως πρόσωπο του Μπρουκ στην ανθρώπινη διάστασή του με τους έρωτές του, τις συναισθηματικές του εκρήξεις, τις ψυχικές του μεταπτώσεις, αλλά και με την ανασφάλειά του και τις επιφυλάξεις του, μόνο όσοι τον γνώρισαν από πολύ κοντά μπορούσαν να το ξέρουν.
Τα σονέτα και η ποίηση του Μπρουκ σε σχέση με τον πόλεμο δεν παύουν να εκφράζουν την ιδεαλιστική στάση του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο. Τούτη η στάση του Μπρουκ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη ποίηση που αργότερα γράφτηκε πάνω στον θέμα του πολέμου. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο Μπρουκ έφυγε τη στιγμή ακριβώς που η ποίησή του είχε ανυψωθεί και άρχισε να λάμπει αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και να επιδείξει την κορυφή του ποιητικού έργου του όπως άλλοι ποιητές.
Μέσα από το έργο του Μπρουκ αποπνέει, άπλετα, ένας δυναμικός ρομαντισμός. Ο θάνατος στο έργο του προβάλει σαν υπέρτατη ηρωική πράξη πατριωτισμού. Ο βασικός λόγος είναι πως ο Μπρουκ δεν πρόλαβε να ζήσει όλη τη φρίκη του πολέμου. Τον έζησε μόνο στα σπάργανά του, έτσι η αθώα πατριωτική του συνείδηση δεν πρόλαβε να οξυνθεί από την θηριωδία και τις κτηνωδίες του πολέμου. Έφυγε πολύ νωρίς, και ίσως -λέμε ίσως- να στάθηκε τυχερός που δεν ήρθε αντιμέτωπος πρόσωπο με πρόσωπο με το τέρας του πολέμου. Η όλη πολεμική του δράση, ουσιαστικά, θα περιοριστεί σε γυμνάσια, ασκήσεις και πορείες, παρέα με φίλους συνοδοιπόρους που δεν θα έχουν καλύτερη μοίρα από αυτόν.
Αλλά τέλος αυτός ο πρόωρος και ξαφνικός χαμός του είναι που θα σφραγίσει την όλη στάση του Μπρουκ για τον πατριωτισμό. Αυτό το τέλος είναι που θα τον αναδείξει σε ένα σύμβολο, μια σημαία, μια εικόνα, ένα πορτρέτο, έτσι όπως ακριβώς σκιτσάρει ο ίδιος τον αγνό ιδεαλιστή πατριώτη στα ποιήματά του.

Σημειώσεις

Για τη σύνταξη και ολοκλήρωση του αφιερώματος στον Ρούπερτ Μπρουκ αντλήθηκαν στοιχεία από τα βιβλία:
Ηλία Γκρη - Κερασίας Κάραλη, Rupert Brooke, Τα ποιήματα ο ποιητής και η Σκύρος, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 2015.
Rupert Brooke, Ένας Άγγλος ποιητής στη Σκύρο, μετάφραση Κώστας Ιωάννου, Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Σκύρου, 1988.
Αἱ ἐν Σκύρω ἐορταί τῶν Ἀποκαλυπτηρίων τοῦ Μνημείου τοῦ Ἄγγλου ποιητή Ρούμπερτ Μπρούκ, 5 Ἀπριλίου 1931, έκδοση της Κοινότητας Σκύρου, 1935.

1. Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, 7ος τόμ., επιμ. Γιάννης Παπακώστας, ΣΩΒ 2001, (σελ.170).
2. (σσ.260-261).
3. Ο. π.
4. Ποίηση, 2ος τόμ., σελ.313, επιμ. Γ. Παπακώστας.
5. Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, 7ος τόμ., επιμ. Γιάννης Παπακώστας, ΣΩΒ 2001,(σσ.282-283).
6. (Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, 8ος τόμ., σελ.73).
7. Ο. π. σελ.145.
8. Ο. π. (σελ.230).
9. Το χρονολόγιο του Ρούπερτ Μπρουκ είναι από το βιβλίο των Ηλία Γκρη - Κερασίας Κάραλη, Rupert Brooke, Τα ποιήματα ο ποιητής και η Σκύρος, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 2015.
10. Η μετάφραση των ποιημάτων είναι του Κώστα Ιωάννου, από το βιβλίο, Rupert Brooke, Ένας Άγγλος ποιητής στη Σκύρο. Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Σκύρου, 1988.



Ρούπερτ Μπρουκ, φωτογραφία του 1910

 Τοποθέτηση του αγάλματος της «Αιώνιας Ποίησης» στη Σκύρο. Φωτογραφία του 1931.


Ποιήματα του Ρούπερτ Μπρουκ (επιλογή)10
ΣΟΝΝΕΤΟ
Ὤ! Ὁ θάνατος θὰ μὲ 'βρεῖ, πολὺ προτοῦ βαρεθώ
     Νὰ σὲ θωρῶ· καὶ θὰ μὲ ρίξει ξαφνικὰ
     Μεσ' στὴ λάσπη τῆς ἔσχατης γῆς, τὴ μοναξιὰ
Καὶ τὸν ἴσκιο! Ἐκεῖ, μὲ ὑπομονὴ νὰ καρτερῶ,

Μιὰ μέρα ποὺ θὰ νοιώσω, θαρρῶ, νὰ φυσᾶ ἕν' ἀγέρι,
    Θὰ δῶ ἕνα φῶς, ἀχνὸ μέσ' ἀπ' τὰ νερὰ τῆς Στυγὸς
Καὶ γύρω μου θ' ἀκούσω τοὺς Νεκροὺς νὰ σαλεύουν,
        ἀνήξεροι,
Καὶ νὰ τρέμουν. Κι ὅτι ἔχεις παθάνει θὰ τὸ μέθω ἐγὼ

Καὶ θὰ σὲ βλέπω, ἕνα ὄνειρο ἀνέμελο καὶ γελαστό,
    Πάντα ἕνα φῶς, μέσ' ἀπ' τὸ ἄφωτο πλῆθος νὰ περνᾶς,
    Νὰ συλλογιέσαι, νὰ
        λαμποκοπᾶς-
Πνεῦμα πάνω ἀπ' ὅλα ἐξαίσιο καὶ ξεχωριστό!-

Καὶ νὰ στρέφεις, τ' ὄμορφο καστανό σου κεφάλι νὰ κινεῖς
Μὲ κέφι, στοὺς ἐδῶ καὶ χρόνια Νεκροὺς ἀναμεσίς.


ΠΑΡΑΛΙΑ
Ἀπ' τοὺς εὔθυμους ἤχους τῆς μπάντας φεύγω γοργά,
Τὸ γέλιο τῶν ἀνθρῶπων, τὴν κάθε τοῦ ἔρωτα ματιὰ
    Καὶ στὴ νύχτα βουλιάζω· νὰ γυρίσω πρέπει ἐκεῖ
    Ποὺ κάτω, πέρα ἀπ' τὴν ἀπάτητη ἀκτή,
Στριφογυρίζει ἀνήσυχος ὁ γέρος ὠκεανὸς
    Καὶ θαμποφέγγει στὸ ἄγνωστο. Φορτωμένος
Μὲ μαγεία καὶ κίνηση εἶν' ὁ κάθε ἴσκιος. Μοναχὸς
    Πλάνιέμαι ἐδῶ στὴν ἄκρη τῆς σιωπῆς, φοβισμένος,

Ἕνα σημάδι ν προσμένω. Μέσα μου βαθιά
Τὰ νερὰ φουσκώνουν σκοτεινά ὥς τὴ σελήνη
Κι ὅλα τὰ ρεύματά μου πᾶνε πρὸς στὴ θάλασσα.

Κάτι ζωηρ ἀπὸ τραγούδι εἰρωνικὸ ἔρχετ' ἀπ' τὴ στεριὰ
Ποὺ κουδουνίζει, γελάει καὶ στὴν ἄμμο ἀργοσβήνει
Καὶ παθαίνει στὴ θάλασσα καὶ στὸν μῶλο ἀνάμεσα.


ΕΡΩΤΑΣ
Ὁ ἔρωτας εἶν' στὰ τείχη μιὰ ρωγμή, μιὰ σπασμένη πύλη,
Αὐτὸ ποὺ μπαίνει μέσα ἐκεῖ, δὲν θὰ ξαναφύγει·
   Τῆς ἀγέρωχης καρδιᾶς τὸ κάστρο πουλάει αὐτὸς
      στὴ Μοῖρα.
Νοιώσαν ντροπὴ ὅσοι ἀγαποῦν κι ἀγάπη δὲν ἐπῆραν.
Κι ὅταν ἀκόμη ἡ δίψα τους στοῦ ἄλλου τὰ χείλη σβήσει,
Τὸ βάσανο ἔχει ξαχασθεῖ καὶ ἡ κραυγὴ σιωπήσει
Τῶν εὔπιστων καρδιῶν, στὸν οὐρανό σιωπήσει
Τὰ ὄνειρά τους τὰ φτωχὰ νὰ πάρουν ἀγκαλιά, καὶ νὰ
      ξαπλώσει
   Καθένας μ' ἕνα φάντασμα στὴν ἔρημή του νύχτα.
   Κάποιοι τὴ νύχτα αὐτή περνοῦν μαζί. Μα`ξέρουν, ὁ
      ἔωτας ὅλο ψυχραίνει,
Γίνεται ἀνιθαρό καὶ ψεύτικο ὅ,τι ἦταν πρὶν ψέμα γλυκό.
   Τὸ ξάφνιασμα δὲν εἶναι στὸν ὦμο ἢ στὸ χέρι πιὰ,
   Μὰ θαμπώνει κι ἀπὸ φιλὶ σὲ φιλὶ παθαίνει ἀργά.
Ἔρωτας εἶναι ὅλα αὐτὰ· κι ὁ ἔρωτας ὅλος μόνο αὐτό.


ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΙΑ
Σὰν σμίγουν ἡ Ὀμορφιὰ κι ἡ Ὀμορφιὰ
    Ὁλόγυμνες, ὡραίες κα οἱ δυὸ,
Ἀρχίζει ἡ γῆ νὰ κλαὶει γλυκὰ
    Καὶ τ' ἀγέρι νὰ σκορπάει φωτεινό,
Μιὰ δίνη, ἕναν ´ιλιγγο, κύκλους νὰ κλείνει,
    Μὲ γέλια μεθυσμένα κι ἁπαλά·
Κάθε τὶ νὰ σκεπάζει ποὺ ἴσως γίνει
    Μετὰ-μετὰ-

Κεῖ ποὺ σμίξαν ἡ Ὀμορφιὰ κι ἡ Ὀμορφιὰ,
    Μια ἀνατριχίλα ἀκόμα σέρνεται στὴ Γῆ
Κι εἶν' οἱ ἀνέμοι γεμάτοι ἀπὸ εὐωδιὰ
     Καὶ ἡ αὔρα ἀπ' τὴ θύμηση ἁπαλή,
Λαμπρὲς ἀχτίδες τὸν κόρφο νὰ φωτίζουν
    Καί ξέφτια ἀπὸ γέλια σκιερὰ·
Ὄχι τὰ δέκρυα ποὺ τὰ χρόνια θὰ γεμίζουν
    Μετὰ-μετὰ-


ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Σὰν σὲ ποθοῦσα, σκέπτομαι νὰ μ' εἶχες ἀγαπήσει·
Τὸ βλέμμα μιὰ μέρα ἂν ὕψωνα κι ἔβλεπα στὰ μάτια σου
    Τὴ βλάσφημη τρελλὴ μου εὐχὴ νἄχει εἰσακουσθεεῖ
Καὶ τὸ σκοῦρο σου πρόσωπο, συμπόνια ὅλο σύνεση,
Νἄχει ἄξαφνα φουντώσει· μάταια νὰ παλεύει μέσα σου
    Γεμάτος τρόμο ὁ μικρὸς θεὸς και νἄχει ντροπισθεῖ·
Ἂν εἶχες ἔρθεοι πιὸ κοντὰ, τὸσο ἱερὴ κι ἀπόμακρη έσὺ,
    Τὸ χῶμα ἂν εἶχες δεῖ τῆς Γῆς τ' άγέρωχα μέλη νὰ τρέμουν
    Δαμασμένα καὶ στὴν παγίδα νὰ ριγῦν στὸ χάδι
      το δικό μου-
Νἆχα σκοτώσει θἄπρεπε τότε τὸν ἑαυτό μου; ἢ ἀσένα
      ἐκείνη ἡ ντροπή;
Μὰ αὐτὸ οἱ ξένοι ποὺ τόσα πολλά 'χουν δώσει,
    Γιὰ νὰ σὲ νοιώθουν καὶ θωροῦν, δὲν θ´αφηναν νὰ γίνει.
    Μιὰ ἔσχατη μ' ἔσωσε ντροπή, μιὰ λέξη ὄχι εἰπωμένη·
Κι ἐγώ 'χω μείνει μοναχός· καὶ σὺ δὲν ἔχεις ξυπνήσει.


Η ΘΕΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Σ' ἕνα ὁλάνθιστο λαγκάδι ἡ Κυρὰ Ἀφροδίτη στάθηκε,
    Κατάπληκτη ἀπὸ θλίψη. Μέσα στὴν αὐγή, πέρα
    Στά χρυσὰ δέντρα καὶ τὸν ἥλιο ἕνα χρυσὸ κέρας
Ἠχοῦσε, ἀντηχοῦσε, σώπασε... Τὸ δάσος τῆς φάνηκε
Πιὸ ἥσυχο τώρα. Φύλλα, φτερά, δέσμες φωτὸς
    Ξεχάσαν νὰ χορέψουν. Τὸ ρυάκι μειν' ἀκίνητο βουβό·
    Μιὰ αἰώνια στιγμὴ σὲ ὄνειρο ὑψώθηκε ἡ ζωὴ
Ἔξω ἀπ' τὸν χρόνο ὁλότελα, πάνω σὲ ὕψος χρυσό...

Ὥσπου ἕνας τρόμος γοργός ἔσπασε βίαια τὴ στιγμή.
Τὰ χρυσὰ κύματα κελάρυσαν στὰ φύλλα πάνωθέ της·
    Κι ἕνα πουλὶ καλάιδησε. Μὲ μιὰ ἀνάσα βαθειά,
    Μέσ' ἀπὸ ἄνθη ἀτάραχα καὶ ἡλιόλουστα κλαδιά,
Τ' ἀθάνατα σκέλη ρίχτηκαν πρὸς τὸν θνητὸ ἐραστὴ
Τὸν θάνατο ἴσια νὰ κοιτοῦν τ' ἀθάνατα μάτια της.


ΣΟΝΝΕΤΟ
Εἶπα σ' ἀγάπησα πολύ· δὲν εἶν' ἡ ἀλήθεια αὐτή.
Τέτοιες φορτονες δν ξεσποῦν σ θάλασσα κλειστή.
    Γιὰ ἀνόητους ἢ θεοὺς τὸ ρίσκο αὐτό -γιὰ σένα-
    Πίκρες καὶ γλύκες τῆς ζωῆς δὲν εἶν' αὐτὲς γιὰ σένα.
Ὑψώνετ' ὁ Ἔρως ἀπ' τὴ γῆ σ' ἀνεῖπωτες ἐκτάσεις.
Σὰν Ἑωσφρόρος στὴν Κόλαση πέφτει ἀπ' τοὺς
       Οὐρανούς.
Μά ὑπάρχουν κι ὁδοιπόροι στὸ κέντρο τῆς ὀμίχλης
    Ποὺ στηρίγματα ζητοῦν, σκιά, καὶ δὲν μποροῦν νὰ ποῦν
    Ἄν ἀγαποῦν καθόλου, ἢ ποιὰν ἀπ' ὅλες ἀγαποῦν:
Μιᾶς μπαλάντας τὴν κυρά, μι' ἀνόητη μὲ ροῦχο παρδαλό,
Ἢ ἕνα στοιχειό, ἢ τὴ φάτσα τους μὲ ὕφος σκυθρωπό·
   Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἔρωτα ἢ τῆς καρδιᾶς τὴ μοναξιά.
Δικός τους ὄχι ὁ πόνος, μὰ οὔτε κι ἡ χαρά. Στενάζουν,
Ἀμφιβάλλουν, δὲν ἀγαποῦν ποτέ. Εἶμ' ἀπ' αὐτοὺς ἐγώ.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ Ι
Μέσ' ἀπὸ τῆς Τροίας τὰ ἐρείπια μπῆκ' ὁ Μενέλαος ἄγριος
    στοῦ Πρίαμου τὸ παλάτι, στὸ χέρι τὸ σπαθί, νὰ χορτάσει
Πάνω σ' ἐκείνη τὴ μοιχαλίδα πόρνη μῖσος δέκα χρονῶν
    Κι ἐνὸς βασιλιᾶ τὴν τιμή. Μὲσ' ἀπὸ θάνατο κόκκινο,
Κραυγὲς καὶ καπνό, κι ἀπὸ διαδρόμους πιὸ ἥσυχους
    Μέσα βαθιὰ σὲ δώματα σιωπηλὰ ἔφτασε μπρὸς.
Ἀνέμισε τὸ σπαθὶ κι ὅρμησε στὸν μισοσκότεινο
    Πολυτελῆ κοιτώνα, βγάζοντας φλόγες σὰν θεός.

Λευκή καθότανε ψηλὰ ἠ Ἐλένη, γαλήνια κα μόνη.
    Εἶχε ξεχάσει αὐτὸς ὅτι ἦταν τόσο ὡραία
Κι ὅτι ὁ λαιμός της κύρτωνε, καμπύλη τόσο ἐξαίσια·
    Κι ἔνοιωσε κουρασμένος. Πέταξε τ σπαθί μακριά
Καὶ φίλησε τὰ πόδια της, ἐκεῖ γονατισμένος,
Ὁ ἄψογος Ἱππότης στὴν ἄψογη Ρήγισσα μπροστά.


ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Τοῦ Ἔρωτα ἡ ζωὴ ἦταν αὐτή.
Χειμώνα γεννήθηκ' ἕνα πρωὶ
Μὲ χέρια θελκτικά,
Καὶ ἦταν μὲ μᾶς καλά.

Ἀπ' τὴν ἥσυχη ζωὴ μας πέρασε
Καμάρι μᾶς γέμισε, κι ἔσβησε,
Σὲ μιὰ μέρα τοῦ χειμώνα ὅλ' αὐτά
Δὲν ἔχω τίποτ' ἄλλα νὰ πῶ πιὰ.



 
Ρούπερτ Μπρουκ, φωτογραφία του 1910


 
Μελετώντας στον κήπο του, φωτογραφία του 1910.

 
Με ενδυμασία από θεατρική παράσταση


 
Από αρ. Noel Olivier, Maitland Radford, Virginia Woolf, Rupert Brooke.


Ο Ρούπερτ Μπρουκ, με συμφοιτητές του σε ανέλελες στιγμές βαρκάδας.


 
Ο Rupert Brooke και ο Gerald Shove σε κάμπινγκ με τους νεο-παγανιστές 1911(;)


 
Πορτρέτο του Rupert Brooke, από την Clara Ewald, 1911.


  
Το μνημείο «Γωνιά των ποιητών» στο Grantchester Άμπευ, με το άγαλμα του Rupert Brooke, προς τιμήν δεκάξι νεκρών ποιητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των οποίων και ο Μπρουκ.


5 Απριλίου 1931, Σκύρος. Αποκαλυπτήρια του Αγάλματος της «Αιώνιας Ποίησης»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου