Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Yves Navarre (1940-1994), a tribute



 
Yves Navarre, Παρίσι, 13/09/1974 - © Sophie Bassouls/Sygma/Corbis

ΥΒ ΝΑΒΑΡ (1940-1994) - ΑΦΙΕΡΩΜΑ
 
Γνωρίζοντας τον Υβ Ναβάρ
Ο Ύβ Ναβάρ (Yves Navarre) γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1940 στο Condom (Gers). Ήταν ο νεώτερος από τα τρία αγόρια του μηχανικού René Navarre και της Adrienne Bax. Από μικρός διάβασε και επηρεάστηκε από έργα όπως: Mythologies του Roland Barthes, Η Παναγία των λουλουδιών (Notre-Dame des Fleurs) του Ζαν Ζενέ (Jean Genet), Αδριανού Απομνημονεύματα (les Mémoires d'Hadrien) και Knockout της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (Marguerite Yourcenar), Fabrizio Lupo του Carlo Coccioli, αλλά και από ταινίες όπως το Χιροσίμα αγάπη μου (Hiroshima mon amour) του Αλέν Ρενέ (Alain Resnais) σε σενάριο της Μαργκερίτ Ντυράς (Marguerite Duras). Σπούδασε ισπανικά, αγγλικά και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Λιλ, ενώ αποφοίτησε από την hautes études commerciales du Nord (EDHEC) (Ανώτατη Σχολή Εμπορικών Επιστημών) το 1964. Αρχίζει να γράφει μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, ποιήματα πολύ νωρίς, κάνει αυτό που ονομάζει τώρα πια «μαθητεία του». Για να κερδίσει τη ζωή του, «άλλη σχολή της γραφής», εργάζεται στο χώρο της διαφήμισης σαν κειμενογράφος.
Το 1971 δημοσιεύει το μυθιστόρημά του Lady Black, κατόπιν, το 1972, το Evolène, το 1973 τα Λουκούμια (Les Loukoums), το μυθιστόρημα που τον έκανε γνωστό στο πλατύ κοινό. Από τότε δημοσίευσε τα: Le Cooeur qui cogne, Μυστικός γάμος (Le petit Gapolin de nos corps), Killer, Niagarak,, και Kurwanal ou la part des êtres. Δημοσίευσε ακόμα πλήθος θεατρικά έργα, που συνθέτουν, μαζί με τα μυθιστορήματά του, ένα πρωτότυπο και πρωτοποριακό έργο.
Το 1980 παίρνει το βραβείο Goncourt για το μυθιστόρημά του Le Jardin d'acclimatation, που αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού άντρα από καλή οικογένεια, που τον έχει έγκλειστο, αναγκάζοντάς τον να υποστεί λοβοτομή σαν θεραπεία για την ομοφυλοφιλία του. Την ίδια χρονιά, όπως και το 1989, ο Υβ Ναββάρ θα εκπροσωπήσει τους ομοφυλόφιλους της Γαλλίας σε διάφορα αιτήματά τους στον Πρόεδρο της Γαλλίας Φρανουά Μιτεράν.
Από το 1990 έως το 1993, μετακόμιζει στο Κεμπέκ στο Μόντρεαλ. Εκεί, το 1991, συγγράφει το μυθιστόρημα Ce sont amis que vent emporte. Το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο στον αγώνα για την καταπολέμηση του AIDS. Επιστρέφει στη Γαλλία οπού πάσχοντας από κατάθλιψη, αυτοκτονεί περνώντας ισχυρή δόση βαρβιτουρικών, στις 24 του Γενάρη του 1994.
Η γραφή του Ύβ Ναβάρ διαπνέεται από ευαισθησία, μια ευαισθησία που θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν μια κραυγή για βοήθεια. Ένας ρομαντισμός που διαπνέει τα έργα του δεν είναι τίποτε άλλο από την τάση του να τονίσει τον αισθησιασμό και "τις μυστικιστικές ιδιότητες της αγάπης", που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως επίδειξη σεξουαλικότητας ή εντυπωσιασμού. Η βία, μέσ' απ' τα γραφτά του, δεν είναι παρά η άλλη όψη της τρυφερότητας και η απελπισία δεν είναι παρά η δεύτερη κόψη μιας ελπίδας ακόμα πιθανής.
Επίσημος ιστότοπος για τον Ύβ Ναβάρ: http://www.yvesnavarre.ch/
 


 
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΥΒ ΝΑΒΑΡ
Μυθιστορήματα
  • Lady Black, Flammarion, 1971.
  • Évolène, Flammarion, 1972.
  • Sept chants dans un avion
  • Les Loukoums, Flammarion, 1973.
  • Le Cœur qui cogne, Flammarion, 1974.
  • Killer : roman, Flammarion, 1975.
  • Septentrion
  • Plum Parade : vingt-quatre heures de la vie d'un mini-cirque, Flammarion, 1975.
  • Niagarak, Grasset, 1976.
  • Le Petit Galopin de nos corps, (publié en 1977 chez Robert Laffont), récemment réédité avec une préface de Serge Hefez, coll. "Classiques H&O poche", Béziers: H&O, 2005. 10,8 x 17,8 cm. 256 pages. ISBN 2-84547-109-2
  • Kurwenal ou la Part des êtres, Robert Laffont, 1977.
  • Je vis où je m'attache, Robert Laffont, 1978.
  • Le Temps voulu, Flammarion, 1979.
  • Portrait de Julien devant sa fenêtre, Robert Laffont, 1979 ; H&O, 2006.
  • Le Jardin d'acclimatation, Flammarion, 1980.
  • Romances sans paroles, Flammarion, 1982.
  • Premières Pages, Flammarion, 1983.
  • L'Espérance de beaux voyages, 1 : Eté-automne, Flammarion, 1984.
  • Phénix, le paysage regarde, illustré par Jean Dieuzaide et Lucien Clergue, P. Montel, 1984.
  • Louise, Flammarion, 1985.
  • Une vie de chat, Albin Michel, 1986.
  • Fête des mères, Albin Michel, 1987.
  • Romans, un roman, Albin Michel, 1988.
  • Hôtel Styx, Albin Michel, 1989.
  • Douce France, Québec, Leméac, 1990.
  • La Terrasse des audiences au moment de l'adieu, Montréal, Leméac, 1990.
  • Ce sont amis que vent emporte, Flammarion, 1991.
  • La Vie dans l'âme, carnets, Montréal, Le Jour / VLB, 1992.
  • Poudre d'or, Flammarion, 1993.
  • Dernier dimanche avant la fin du siècle, Flammarion, 1994.
  • La Ville Atlantique, Leméac/Actes Sud, 1996.
  • Dialogue de sourdes, Nice, La Traverse, 1999.
  • La Dame du fond de la cour, Leméac/Actes Sud, 2000.
  • Avant que tout me devienne insupportable, H&O, 2006.
  • Avant que tout me devienne insupportable, 2007
Θεατρικά
  • Théâtre... 1, Théâtre des peurs et des pleurs (1974)
  • Théâtre... 2 (1976)
  • Niagarak (1976)
  • Mon oncle est un chat... (1982)
  • L'Espérance de beaux voyages. 2, Hiver-printemps (1984)
  • L'Espérance de beaux voyages. 1, Eté-automne (1984)
  • Louise (1985)
  • Une Vie de chat (1986)
  • Fête des mères (1987)
  • Dernier dimanche avant la fin du siècle. (1994)
Αυτοβιογραφικά
  • Biographie, Flammarion, 1981.
  • Une vie de chat, Albin Michel, 1986.
  • Romans, un roman (1988)
  • Un condamné à vivre s'est échappé, textes, entretiens et poèmes, avec Pierre Salducci, Hull [Québec], Vents d'Ouest, 1997.
 
Πηγές

Για τη σύνταξη του βιογραφικού και της εργογραφίας του Υβ Ναββάρ αντλήθηκαν στοιχεία από τις παρακάτω πηγές:
 - Επίσημος ιστότοπος για τον Ύβ Ναβάρ: http://www.yvesnavarre.ch/
 - Βικιπαίδεια
 - Οπισθόφυλλο το βιβλίου Τα λουκούμια (Les Loukoums), μτφρ. Φίλιππος Δραγούμης, εκδόσεις: «Νέα Σύνορα» Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1984 

Ο Yves Navarre και ο Jean Le Bitoux σε πορεία για τα δικαιώματα των LGBT ατόμων.
Παρίσι, 4 Απριλίου, 1981. © Claude Truong-Ngoc / Wikimedia Commons. Πηγή

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΥΒ ΝΑΒΑΡ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Δυστυχώς, στην Ελλάδα, το έργο του Υβ Ναβάρ δεν είχε την τύχη να αντιμετωπιστεί μεταφραστικά όπως πραγματικά θα του άξιζε με εξαίρεση δύο μυθιστορήματα. Μάλιστα το ένα ήταν πειραματική έκδοση 1.000 αντιτύπων, εξαντλημένων βέβαια προ πολλού. Οι ενδιαφερόμενοι ας δοκιμάσουν την τύχη τους στα παλαιοβιβλιοπωλεία... Και επειδή ως γνωστόν, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, ελπίζουμε και αναμένουμε μια καλύτερη αντιμετώπιση του έργου του από τους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους στο μέλλον. 
 
 
 

Τα λουκούμια (Les Loukoums), μτφρ. Φίλιππος Δραγούμης, εκδόσεις: «Νέα Σύνορα» Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1984.
Αυτό το αφήγημα του Ύβ Ναβάρ μπορεί να διαβαστεί και σαν αστυνομικό μυθιστόρημα.
Παράδοξες, πράγματι, οι μοίρες, οι παράλληλες μοίρες του Ράσκυ και της Λούσυ, που έχουν και οι δυο τους μυστηριώδης συναντήσεις στη Νέα Υόρκη. Ο Λουκ, ο νεαρός Γάλλος δημοσιογράφος, θα σπάσει αυτή την παραλληλία πριν σπάσει κι αυτός με τη σειρά του. Γιατί αυτό το βιβλίο χτίζει, στιγμή προς στιγμή, μια μηχανή θανάτου. Ένας πένθιμος καθρέφτης, όπου σαλεύουν οι αντανακλάσεις μιας μεγάλης πόλης: Νέα Υόρκη, 1972, μια κόλαση όπου κάθε πρόσωπο της ιστορίας θα μπει ανυποψίαστο.
Ας δεχτούμε τελικά ότι ο Ράσκυ, η Λούση και ο Λουκ ζουν ένα κοινό όνειρο: να γράψουν, να παραδοθούν, για να ελευθερώσουν, να διασπάσουν ή να ξορκίσουν, για να σώσουν και να σωθούν. Εδώ η οργή και η αμεσότητα της έκφρασης υποχωρούν διαρκώς μπροστά στην αγάπη για ζωή.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου Τα λουκούμια (Les Loukoums), μτφρ. Φίλιππος Δραγούμης, εκδόσεις: «Νέα Σύνορα» Α.Α. Λιβάνη, 1984.
 
Μετά, γεμάτος σαπουνάδες, γλιστρώντας μέσα στην παλάμη του χεριού του, περπάτησα κάτω απ' τα μπράτσα του, σ' αυτά τα δασάκια από τρίχες, σ' αυτές τις κοιλάδες, κατά μήκος των χεριών, στα δάχτυλα, στα νύχια και στις γραμμές του χεριού, τόσο μακριές, τόσο αληθινές, που δεν είχα όμως τον καιρό να τις διαβάσω. Έπειτα ανακάλυψα την κοιλιά, πλατιές κυκλικές κινήσεις, αγγίζω τον αφαλό, στριφογυρίζω δίπλα του, γλιστράω, πέφτω χάμω, ο Κάρλος με μαζεύει. Ξεφέυγω με αρπάζει ξανά. Τούτη τη φορά χάνομαι μέσα στο πέος του, αφρίζω, πνίγομαι σε μια τρυφερότητα που αφρίζει. Γυαλίζω τα βότσαλα, ομορφαίνω τ' όργανό του κι ύστερα, με μιαν απότομη κίνηση, σκύβοντας πάνω στον εαυτό του, με οδηγεί στο άλλο σημείο, να με που πλέω, που καθαρίζω. Ακολουθούν οι μηροί, τα γόνατα, τα πόδια, ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, αυτά τα εδέσματα. Με ακουμπάει στη σαπουνοθήκη. Με ξεχνάει. Τον βλέπω: ξεβγάζεται. Τρίβει το στήθος του. Με εγκαταλείπει.

Απόσπασμα από το βιβλίο Τα λουκούμια (Les Loukoums), μτφρ. Φίλιππος Δραγούμης, εκδόσεις: «Νέα Σύνορα» Α.Α. Λιβάνη, 1984.
 
 
 

Μυστικός γάμος (Le petit Gapolin de nos corps), μτφρ. Ντίνος Σ. Κουμπάτης, εκδόσεις Λητώ, Αθήνα 1977.
«Α, τι ωραία είναι στο δικό μας κόσμο που ζει στο περιθώριο! Α, αυτές οι σελίδες! Κρύβουν ολόκληρη τη ζωή ενός ζευγαριού έξω από τα καθιερωμένα!»
Αυτές είναι φράσεις κλειδιά που λένε οι δυο ήρωες αυτού του έργου, δυο άντρες που γνωρίζουνε τον έρωτα μεταξύ τους, έναν έρωτα που η κοινωνία θεωρεί «ανώμαλο», ενώ υπάρχει διάχυτος μέσα στη φύση. Και συνεχίζουν: «Το κορμί δεν είναι αντικείμενο Νόμων και τύπων. Δεν υπάρχει ωραιότερη στιγμή που τα σώματά μας θα ενωθούν. Κι όταν “τελειώνεις” ανοίγεις διάπλατα τα μάτια σου και με κοιτάζεις. Με κοιτάζεις τρελλά». Μια ζωή, δυο αντρών, έξω από τους ηθικούς «νόμους» της κοινωνίας μας που τους ολοκληρώνει και θέτει ωμά το πρόβλημα της ομοφυλοφιλίας. Οι ήρωες θα φτάσουν να πουν: «Και κάθε βράδυ, κάτω απ’ τα βλέμματα μιας ολόκληρης πόλης, περνάμε το κατώφλι της πόρτας των κορμιών μας και κάνουμε έρωτα οι δυο μας μέσα στον κόσμο». Και καταλήγουν έτσι, επιρρίπτοντας μομφή στους «ομαλούς»: «Μιλάτε για πολιτική, μιλάτε γι’ αυτήν, γιατί μ’ αυτήν σκουριάζετε το καθετί μέσα στον άνθρωπο. Από τη δική μας ιστορία, ίσως αύριο παρουσιαστεί ένα άλλο ζευγάρι τόσο ωραίο , που να ‘ναι πραγματικοί ποιητές όπως εμείς. Ίσως ο κόσμος τότε γίνει καλύτερος…»
Είναι ένα βιβλίο-μαρτυρία για τους ανθρώπους αυτούς που ζούνε στο «περιθώριο» της κοινωνίας κι ωστόσο, η δικιά τους ζωή τους ολοκληρώνει απόλυτα, γι’ αυτούς που με το στόμα των ηρώων αυτού του βιβλίου, μας φωνάζουνε: «Ναι, είμαστε αγνοί. Είμαστε η αληθινή πράξη της δημιουργίας»!

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου Μυστικός γάμος (Le petit Gapolin de nos corps), μτφρ. Ντίνος Σ. Κουμπάτης, εκδόσεις Λητώ, Αθήνα 1977.
 
[…] Μετά, η βροχή αρχίζει να πέφτει με μεγάλες αλλά αραιές σταγόνες. Όσο περισσότερο προχωράμε, τόσο η βροχή γίνεται περισσότερο σκληρή μαζί μας. Στριμωχνόμαστε σ’ ένα ύψωμα, στο ορατόριο Σαίν-Ζακ όρθιοι, κολλημένοι στον τοίχο, καλυμμένοι λίγο από το γείσωμα της στέγης, ενώ η βροχή πέφτει μπροστά μας σχηματίζοντας ένα παραπέτο. «Η γεύση της βροχής, την ξέρεις;», με ρωτάει ο Ρολάν. Του γνέφω πως όχι. Τότε αυτός μ’ αφήνει το χέρι, με πιάνει απ’ τη μέση και με σφίγγει στην αγκαλιά του, με φιλάει και μου λέει: «Αυτή είναι η γεύση της βροχής». Και γελάει. Θυμάμαι πως αναπνέω τότε τη μυρωδιά των βρεγμένων μαλλιών μας, ανάκατη με τη μυρωδιά απ’ τις πέτρες της παλιάς εκκλησίας. Ο Ρολάν μουρμουρίζει μια πρωτόγονη μουσική που συνθέτει κείνη την ώρα μόνος του, με το στόμα μισάνοιχτο, τα δόντια σχεδόν ενωμένα, κάτι που μοιάζει με πολεμικό εμβατήριο, κάτι σκληρό που λες και δεν βγαίνει απ’ το λαρύγγι του. «Κι η γεύση της βρεγμένης γης, ξέρεις ποια είναι;» Με ξαναγκαλιάζει κει με ξαναφιλάει. «Μα ναι… μα ναι..» Τραβάει μετά με βία το σακκάκι του και τ’ άσπρο του πουκάμισο. «Είμαι τρελλός, το ξέρεις!» Βγάζει το παντελόνι του, το σλιπ του, τα παπούτσια και τις κάλτσες του, τα κάνει όλα ένα σωρό και τα βάζει δίπλα στον τοίχο. «Έλα». Δεν κάνω Καμιά κίνηση. «Μα, εδώ, όλος ο κόσμος μας βλέπει!». Κάνει μερικά βήματα με τα χέρια απλωμένα κάτω απ’ τη βροχή, προς τον ουρανό. Τον βλέπω να προχωρεί, χοντρές σταγόνες κυλούν πάνω στην πλάτη του. «Έλα, γιατί αλλιώς, θα πέσει ο κεραυνός!».
Παιδιά ακόμη, παίζαμε παρόμοια παιχνίδια. Όμως αυτή τη φορά ο Ρολάν με βρίσκει απροετοίμαστο. Μετά το ταξίδι μας στην Ιταλία, είχαμε συνηθίσει πια να περιορίζουμε τις ερωτικές μας σχέσεις μέσα στους τέσσερεις τοίχους του δωματίου μας. Σου δίνουν την εντύπωση πως προστατεύεσαι από βέβηλα βλέμματα. Ο Ρολάν, ξαναγυρίζει. Έρχεται προς το μέρος μου. Μ’ αρπάζει. Παλεύουμε. Χτυπά το πόδι του σε μια πέτρα καθώς εγώ τον σπρώχνω. Του ζητώ συγγνώμη. Λίγο αίμα τρέχει. «Όχι, γδύσου!» Απομακρύνεται τραγουδώντας. «Κάμε γρήγορα!».
Οι εκκλήσεις του είναι σωστές κραυγές. Κάνω ένα σωρό τα ρούχα μου και τα’ ακουμπώ πάνω στα δικά του, σαν να ‘θελα να τα προστατέψω απ’ τη βροχή. Τον κοιτάζω, σα να τον κοίταζε κάποιος άσχετος για πρώτη φορά έτσι γυμνό μέσα στη βροχή κι αυτό να τον σκανδάλιζε. Τον αγκαλιάζω. Η βροχή πέφτει επάνω μας και χτυπά με βία τα κορμιά μας. Ο Ρολάν με ρίχνει πάνω στα χόρτα και διασκεδάζει πηδώντας από πάνω μου. Τον αρπάζω απ’ το πόδι. Γονατίζει. Τον ξαπλώνω κρατώντας γερά τα χέρια του και πέφτω επάνω του. Φωνάζει «ΜΠΡΑΒΟ». Προσπαθεί να ξεφύγει, παλεύει και μου φωνάζει: «Φτύσε… έλα, φτύσε με!».
Με κοιτάζει και χαμογελάει. «Άντε, τι περιμένεις;». Η κοιλιά μου, ακουμπά στην κοιλιά του, τα μπούτια μου στα μπούτια του, τα πόδια μας είναι γερά μπερδεμένα, τα γεννητικά μας όργανα σε στύση φτάνουν ως τις κοιλιές μας κι ακουμπούν το ένα το άλλο. Τον έχω πάντα ακινητοποιημένο κρατώντας το χέρια του. Προσπαθεί να ξεφύγει στρέφοντας το κεφάλι του δεξιά-αριστερά. Κι εγώ τον φτύνω στο πρόσωπο. Το σάλιο μου ανακατεύεται και πέφτει με τις σταγόνες τις βροχής. Αυτόματα ακινητοποιείτε και με κοιτάζει. Ανασηκώνει για λίγο το κεφάλι του και με τη σειρά του με φτύνει στο πρόσωπο. Ξεφεύγει από τα χέρια μου, κατρακυλάει στο χορτάρι, σηκώνεται και φεύγει τρέχοντας με τα χέρια ψηλά, να χαιρετά τον ουρανό, τη βροχή και τους κεραυνούς.
Εγώ έμεινα ξαπλωμένος. Μαζεμένος. Είχα χύσει χωρίς να το καταλάβω. Τίποτε δεν είναι πιο συγκλονιστικό απ’ την ένωση δυο κορμιών που νοιώθουν τον ίδιο πόθο και δίνουνε την ίδια μάχη. Δε θα νοιώσουμε ποτέ τόσο ικανοί ώστε να ξεφύγουμε απ’ τα ταμπού κι απ’ αυτό που ονομάζουμε ομαλό έρωτα. Ο έρωτας ανάμεσα στα ζευγάρια είναι μόνο που έχει σημασία. Ο Ρολάν μου ζήτησε να κάνουμε έρωτα γυμνοί μέσα στη φύση κι αυτό ενδυνάμωσε ακόμη περισσότερο τις σχέσεις μας.
Σκουπίζω το πρόσωπό μου από το σάλιο και τη βροχή και πάω κοντά στον Ρολάν. Καθόμαστε στο χορτάρι δίπλα-δίπλα με τους αγκώνες ν’ ακουμπούν στα γόνατά μας, τα χέρια μας σταυρωμένα, κοιτώντας σιωπηλοί το ίδιο τοπίο. Προσπαθούμε ν’ αναμετρηθούμε με τον απέραντο ουρανό, τα’ απειλητικά σύννεφα, τις θορυβώδεις αστραπές και τους προκλητικούς κεραυνούς, με τα κορμιά μας ποτισμένα απ’ τη βροχή και νιώθουμε ενδόμυχα ολ’ αυτά που μας χωρίζουν ακόμη, ολ’ αυτά που πρέπει ν’ ανακαλύψουμε ακόμη ο ένας για τον άλλον ώστε να πλησιάσουμε πιο κοντά. Μόνο μια βρισιά υπάρχει: η αποφυγή κάθε είδους έρωτα. Ο Ρολάν ψιθυρίζει: «Καλύτερα να μην καθόμαστε κάτω από απ’ το δέντρο»> Την ίδια στιγμή σχεδόν πέφτει ο κεραυνός, πολύ κοντά μας, πάνω σ’ ένα δέντρο που αρπάζει αμέσως φωτιά κι ο καπνός αρχίζει γρήγορα ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό. Ολ’ αυτά μας φαίνονται φυσικά. Πάντα πέφτει αλλού.

Απόσπασμα από το βιβλίο Μυστικός γάμος (Le petit Gapolin de nos corps), μτφρ. Ντίνος Σ. Κουμπάτης, εκδόσεις Λητώ, Αθήνα 1977.
 
 
[...] Νάτους τώρα ολόγυμνοι, να βουτάνε στα παγωμένα νερά του Βερς, φωνάζοντας, καταβρέχοντας ο ένας τον άλλον, ουρλιάζοντας και βουτώντας τα κεφάλια τους κάτω απ’ το νερό. «Ελάτε!». Και πήγαμε. Πέφτουνε στην αγκαλιά μας, σα να ‘θελαν να παλέψουν μαζί μας και μας σπρώχνουν ώστε να χάσουμε την ισορροπία μας και να γελάσουμε, αλλά και να πέσουμε απάνω μας καθώς εμείς τους σφίγγουμε. Ακόμη κι ο μικρός Ελί βουτάει και γλυστράει ανάμεσα στα πόδια μου για να βγει κοντά στον Ετιένν που κοντά μου με χτυπάει φωνάζοντας: «Αυτό κάνει καλό, ε, φίλε;».
Μετά, βγαίνουμε απ’ το νερό. Ο Ετιένν παίρνει τον Ελί στην αγκαλιά του. «Κρυώνει. Τρέμει. Τρίψτονε, του αρέσει». Τα γέλια τους. Αγροίκοι, αυθάδεις, σίγουροι για τους εαυτούς τους. Πρέπει να τα ξαναγράψω ολ’ αυτά, να τα βάλω σε μια τάξη. Μα πώς να τα τακτοποιήσω χωρίς να τα συγκρίνω; Τα λόγια μου ‘ρχονται από μόνα τους, στο νου, χωρίς να σχηματίζουν φράσεις.
Γυμνοί, όρθιοι στην όχθη, με τα πόδια χωμένα μέσα στο χορτάρι, το παιχνίδι συνεχίζεται, χτυπιόμαστε για να ζεσταθούμε, τσιμπάμε τα μάγουλα, χτυπάμε τους ώμους μας, τα πόδια μας, γελώντας συνέχεις, γελώντας μέχρι σκασμού, μέσα σ’ ένα κλίμα σχεδόν πρωτόγονο. «Ελέν Ελέν, εδώ είμαστε!». Και διασκεδάζουν με το να χτυπιούνται με τα πέη τους ολόγυμνα, σαν πρωτόγονα ζώα. Του Αντουάν του αρέσει η ψωλή μου. Όμως δεν την αγγίζει. Κανείς δεν αγγίζει κανέναν, εκεί. Χτυπιόμαστε. Αυτό είναι όλο. Ο μικρός Ελί, έρχεται να προστατευτεί στην αγκαλιά μου. Αυτή τη φορά συναντώ το βλέμμα του Ζοζέφ. Μου χαμογελάει. 

Απόσπασμα από το βιβλίο Μυστικός γάμος (Le petit Gapolin de nos corps), μτφρ. Ντίνος Σ. Κουμπάτης, εκδόσεις Λητώ, Αθήνα 1977.
 

Εξώφυλλα βιβλίων του Yves Navarre των εκδόσεων Roman με έργα του Α. Φασιανού.